σκαντζόχοιρος

σκαντζόχοιρος
(erinaceus europaeus). θηλαστικό, της οικογένειας των Ακανθοχοιριδών, της τάξης των εντομοφάγων. Μήκους 30 περίπου εκ., από τα οποία 2-3 ανήκουν στην ουρά, ο σ. είναι διαδομένος με διάφορα υποείδη σ’ όλη σχεδόν την Ευρώπη, καθώς και στη Σιβηρία, αλλά όχι πιο βόρεια από τον 55° παράλληλο. Όπως και άλλοι εκπρόσωποι της υποοικογένειας των Ακανθοχοιρινών στην οποία ανήκει, ο σ. έχει τη ράχη, τα πλευρά και το ανώτερο τμήμα της κεφαλής εφοδιασμένα με πυκνά αγκάθια, μήκους 2-3 εκ.· ρύγχος, πόδια και κατώτερες ζώνες του σώματος, αντίθετα, καλύπτονται από καφέ αραιό τρίχωμα. Ο σ., που λέγεται και ακανθόχοιρος, παρά το γεγονός ότι μπορεί να κατοικεί σε διάφορα μέρη, δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στις δασώδεις ή θαμνώδεις ζώνες, όχι υπερβολικά υγρές. Την ημέρα παραμένει γενικά κρυμμένος μεταξύ των φυλλωμάτων, σε κοιλότητες του εδάφους, ή σε φωλιά που σκάβει στο έδαφος σε βάθος πάνω από 50 εκ. Κατά τις εσπερινές και νυχτερινές ώρες βγαίνει σ’ αναζήτηση της τροφής, που αποτελείται από μικρά ζώα και καρπούς. Για να προστατευτεί απ’ τους εχθρούς του, ο σ., όπως είναι γνωστό, κουλουριάζεται και παίρνει σφαιρικό σχήμα: αυτό το καταφέρνει χάρη σε κατάλληλους υποδόριους μυς. Ο σ. περνά το χειμώνα σε νάρκη. Η αναπαραγωγή γίνεται το καλοκαίρι: ύστερα από κύηση 40 περίπου ημερών, το θηλυκό γεννά γενικά 3-6 μικρά, καλυμμένα αρχικά με μαλακά αγκάθια. Ο σ. μπορεί να θεωρηθεί χρήσιμος γιατί καταστρέφει πολλά βλαβερά έντομα. Σκαντζόχοιρος. Οι υποδόριοι μύες του του επιτρέπουν να παίρνει το σχήμα σφαίρας, όταν θέλει να αμυνθεί.
* * *
και σκατζόχειρος και σκαντζόχερος και σκαντζόχερας, ο, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τού γένους εντομοφάγων, κυρίως, θηλαστικών erinaceus τής οικογένειας erinaceidae, τα άτομα τού οποίου φέρουν στη ράχη βελόνες αντί τριχώματος και έχουν την ικανότητα να συσφαιρώνονται προβάλλοντας έτσι αποτελεσματική αντίσταση στον εχθρό τους
2. μτφ. (για πρόσ.) δασύτριχο άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το αρχ. ἀκανθόχοιρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκαντζόχοιρος — σκαντζόχοιρος, ο και σκαντζόχερος, ο ακανθόχοιρος, μικρό ζώο με αγκάθια στο δέρμα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακανθόχοιρος — Βλ. λ. σκαντζόχοιρος. * * * ο (Μ ἀκανθόχοιρος) σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + χοῖρος] …   Dictionary of Greek

  • σχύρ — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) ο σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη θεωρείται η σύνδεση τού τ. με τη λ. χήρ «σκαντζόχοιρος»] …   Dictionary of Greek

  • χήρ — (I) ηρός, ἡ, Α (αιολ. τ.) βλ. χειρ. (II) ηρός, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ριζικό όν. το οποίο ανάγεται σε ΙΕ τ. *ghēr «αγκαθωτό ζώο» και αντιστοιχεί με το λατ. (h)er, (h)eris «σκαντζόχοιρος». Οι τ. αυτοί μπορούν να αναχθούν… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • έχιδνα — Βλ. λ. οχιά. * * * η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή) οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών τής οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους νεοελλ. μσν. μτφ. για πρόσ.… …   Dictionary of Greek

  • ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και …   Dictionary of Greek

  • ακανθίων — (acanthion). Οικογένεια θηλαστικών της τάξης των τρωκτικών. Περιλαμβάνει δύο γένη: τους κεντίδες και τους υστριχίδες. Τα ζώα αυτά ζουν σε όλες τις θερμές χώρες. Το σώμα τους είναι κοντό και σκεπασμένο με μακριές τρίχες χρώματος καστανού ή λευκού …   Dictionary of Greek

  • αχινός — Κοινή ονομασία διαφόρων εχινοδέρμων της ομοταξίας των εχινοειδών, της τάξης των εχινιδών. Τα ζώα αυτά, που είναι γνωστά όχι μόνο για τα μακριά και κινητά αγκάθια με τα οποία είναι εφοδιασμένος ο μεσοδερμικός ασβεστολιθικός σκελετός τους, αλλά και …   Dictionary of Greek

  • βότανο — Ποώδες φυτό με θεραπευτικές αλλά και βλαβερές ιδιότητες. Από πολύ παλιά το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, άλλοτε για φαρμακευτικούς σκοπούς και άλλοτε για να εξοντώνουν τους εχθρούς τους, επειδή σε μεγάλες δόσεις δρούσε ως ισχυρό δηλητήριο. Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”